- πλιάτσικο
- το, Ν1. λεία, λάφυρο2. λαφυραγωγία, διαρπαγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. placke < σλαβ. pljatška].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλιάτσικο — το (λ. αλβαν.), λεία, λάφυρο, λεηλασία, αρπαγή, κλοπή: Οι Τούρκοι έκαναν καλό πλιάτσικο στην Κύπρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαμπάντα — (I) επίρρ. εγκάρσια, στο πλευρό (επιφώνημα προς τους ναύτες «όρτε αλλαμπάντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alla banda. ΠΑΡ. νεοελλ. ουσ. αλλαμπάντα]. (II) η η επιδρομή τών Αλβανών κατά τα Ορλοφικά 2. διαρπαγή, λαφυραγωγία, πλιάτσικο 3. αναταραχή,… … Dictionary of Greek
δίαμα — το διαρπαγή, λεηλασία, πλιάτσικο … Dictionary of Greek
καρολόγος — ο καραγωγέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρο + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γυρο λόγος, πλιατσικο λόγος] … Dictionary of Greek
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
πλιατσικολόγος — ο, Ν λαφυραγωγός, άρπαγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιάτσικο + λόγος*] … Dictionary of Greek
λεηλασία — η βίαιη αρπαγή ξένου πράγματος, λαφυραγωγία, πλιάτσικο: Οι λεηλασίες των πειρατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)